- αποδιοργανώνω
- μετ. дезорганизовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδιοργανώνω — αποδιοργανώνω, αποδιοργάνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδιοργανώνω — επιφέρω αποδιοργάνωση … Dictionary of Greek
εξαρθρώνω — (AM ἐξαρθρῶ, όω) βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω νεοελλ. μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω («οικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών») … Dictionary of Greek
ξεχαρβαλώνω — 1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται 2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς 3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό… … Dictionary of Greek
αποσυνθέτω — θεσα, τέθηκα, θεμένος 1. διαλύω κάτι σύνθετο στα μέρη του: Για να δουν τι συμβαίνει, αποσύνθεσαν τη μηχανή. 2. διαχωρίζω τα απλά συστατικά σύνθετου σώματος: Η χημεία αποσύνθεσε τον αέρα. 3. σαπίζω: Τους έπιασαν, γιατί πουλούσαν ψάρια αποσυνθεμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαρθρώνω — εξάρθρωσα, εξαρθρώθηκα, εξαρθρωμένος, μτβ. 1. βγάζω από την άρθρωση, βγάζω (από την κλείδωση), στραμπουλίζω. 2. μτφ., προκαλώ την εξάρθρωση οργάνωσης, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)